20160314

Η επομενη μερα



Η επόμενη ημέρα, είναι επιλογή
Έκλεισε το ξυπνητήρι με μία κίνηση αμέσως μόλις χτύπησε. Ήταν ήδη ξύπνια ώρα πριν, με τα μάτια ανοιχτά να αναζητά το μέλλον της ανάμεσα στις σκιές στο ταβάνι του δωματίου της. Σηκώθηκε με κοφτές κινήσεις απ' το κρεβάτι της και με το βλέμμα πάντα χαμηλωμένο ετοιμάστηκε. Ξύπνησε το γιο της με χάδια, όπως συνήθιζε, και πήγε να ετοιμάσει το πρωινό τους.

Λίγα λεπτά πριν χτυπήσει το κουδούνι, αποχαιρέτησε το γιο της στην πύλη του σχολείου, γύρισε την πλάτη και ξεκίνησε να περπατάει γρήγορα να προλάβει το λεωφορείο. Μερικά βήματα πιο κάτω σταμάτησε απότομα: «Φτου!» Έτρεξε πίσω, φωνάζοντας στον γιο της να έρθει κοντά της. Του έδωσε χρήματα για την εκδρομή που θα πήγαιναν την επομένη. Ενώ το παιδί έβαζε τα λεφτά στην τσάντα του, εκείνη κοίταξε τα 5EUR που είχαν μείνει στο πορτοφόλι της. Χωρίς να τον κοιτάξει στα μάτια, τον αποχαιρέτησε κι έκανε να φύγει. Μα τότε τον άκουσε να λέει: «Μαμά; ... Σε αγαπάω.»

Αποφάσισε πως μπορούσε να πάρει και το επόμενο λεωφορείο. Γονάτισε μπροστά στο παιδί της, τον κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε ευτυχισμένη, βλέποντας πόσο όμορφο πλάσμα ήταν. Του χάιδεψε τα μαλλιά, έπιασε το πρόσωπό του στα χέρια της και τον φίλησε κολλώντας τα χείλη της στα απαλά μάγουλά του. «Σε αγαπάω, μωρό μου! Τόσο πολύ!»

Το βήμα της ως την στάση ήταν αργό, σταθερό. Ένιωθε τη γη κάτω απ' τα πόδια της να της δίνει δύναμη. Αισθανόταν πως πατούσε γερά, πως μπορούσε να φτάσει μακριά. Μέσα στην πολυκοσμία του λεωφορείου, το οποίο ευχόταν να πήγαινε πιο γρήγορα, για να μην αργήσει στη δουλειά της, και ακούγοντας τη γκρίνια των ανθρώπων που διαμαρτύρονταν που τους πατούσαν, τους στίμωχναν, τους απέλυαν και τους φορολογούσαν ένιωθε λίγη από τη δύναμη να την εγκαταλείπει.

Επέλεξε να κατέβει μια στάση νωρίτερα, να αναπνεύσει και να ξυπνήσει όλο της το σώμα με γρήγορο περπάτημα. Στάθηκε έξω απ' το κτίριο της δουλειάς της, πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε μέσα με δύναμη και αποφασιστικότητα.

Το οκτάωρο κύλησε με πολλή δουλειά, την οποία όμως συχνά διέκοπταν αναστατωμένοι συνάδελφοι που έρχονταν στο γραφείο της και ψιθυριστά της μετέδιδαν την ανησυχία τους για τις φήμες που κυκλοφορούσαν: η διοίκηση σκέφτεται την οριζόντια μείωση μισθών, την απόλυση 3% των υπαλλήλων, τη μείωση παροχών, την υποχρεωτική μείωση ωραρίου. Όση ώρα τους άκουγε θυμόταν τα χρήματα που είχαν απομείνει στο πορτοφόλι της και πανικός της έσφιγγε το στήθος, όταν σκεφτόταν ότι στο μέλλον πιθανόν να μην έχει ούτε αυτά. Ο συνάδελφός της που καθόταν στο αντικρινό γραφείο παρατηρούσε το πρόσωπό της να μαραίνεται και τα μάτια της να υγραίνονται κάθε φορά που απομακρυνόταν κάποιος ψιθυριστής απ'το γραφείο της. Σηκώθηκε, της άφησε ένα χαρτί πάνω στο πληκτρολόγιό της. Το άνοιξε και διάβασε: «Ό,τι κι αν γίνει, θα το παλέψεις. Ό,τι κι αν γίνει, είσαι θαυμάσια. Χαμογέλα!» Μολις το διάβασε, χαμογέλασε σαστισμένη και σήκωσε το βλέμμα της να τον κοιτάξει. Της χαμογέλασε και της έκλεισε το μάτι. Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα.

Αποφάσισε πως ήταν ώρα να κλείσει τα αυτιά της στους σκοτεινούς ψίθυρους.

Στη διαδρομή της επιστροφής στο σπίτι της στάθηκε στην πλευρά του λεωφορείου που φωτιζόταν απ' τον ήλιο. Λαχταρούσε να νιώσει τη θαλπωρή του. Με το σώμα της ζεστό απ' το φωτεινό χάδι, κατευθύνθηκε προς το σπίτι της με βήματα γοργά. Αντίστοιχα γρήγορες ήταν και οι σκέψεις της που προσπαθούσαν να οργανώσουν τις δουλειές που είχε να κάνει μέσα στις λίγες ώρες της ημέρας που απέμεναν. Μπήκε στο σπίτι της με σαρωτική ενέργεια και σύντομα οι σκέψεις της αυτές υλοποιήθηκαν, γεμίζοντάς την με ικανοποίηση. Κι αφού όλα είχαν ετοιμαστεί και ο γιός της είχε πια αποκοιμηθεί, θυμήθηκε πως η μητέρα της περίμενε τα αποτελέσματα κάποιων εξετάσεων που έκανε προσπαθώντας να βρει πού οφειλόταν ο πόνος στην κοιλιά της που την τυραννούσε μήνες τώρα. Την πήρε τηλέφωνο, ενώ παράλληλα έπλενε τα πιάτα του βραδινού. Τρια τέταρτα και ένα σπασμένο ποτήρι αργότερα, βρέθηκε καθισμένη στο πάτωμα να κλαίει, αρνούμενη να δεχτεί ότι ο καρκίνος που διαγνώστηκε στη μητέρα της, μόλις ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα της απ' την ίδια αρρώστια, θα μπορούσε να την αρπάξει μακριά της. Δεν κατάλαβε πόση ώρα είχε περάσει κλαίγοντας, μα το σώμα της πονούσε, αποζητώντας πια ξεκούραση. Έκανε να σηκωθέι, όμως άρχισε να κατακλύζεται από εικόνες νοσοκομείων, μορφασμών πόνου, δακρύων, ιατρικών λογαριασμών, μαύρων ρούχων. Και του γιού της να θρηνεί. Πνιγόταν. Είπε να βγει λίγο στο μπαλκόνι, να πάρει αέρα. Ήταν ψηλά. Ένιωθε εξαντλημένη. Κοίταξε κάτω. Σκέφτηκε ότι ήθελε να πέσει για ύπνο.

Κι επέλεξε να πέσει.

http://tinyurl.com/cwgdm7r

1 σχόλιο: