20160918

ΚΑΙ ....ΟΤΑΝ...



(...)
Σαν τότε..
που μύριζε γαζία, αγιόκλημα και γιασεμί.
Καθάρια, ηλιόλουστη, που ήταν η πλάση.
Δεν ήταν κλουβιά τα σπίτια.
Μοσχοβολούσε ασβεστωμένη αυλή, χαμομήλι και μαντζουράνα,
σγουρός, πλατύφυλλος βασιλικός.

Σαν τότε..
που υπήρχε γειτονιά κι ανέμελα σφυρίζαν τα παιδιά.
Μοίραζαν το ψωμί και τις έγνοιες τους οι άνθρωποι.
Είχαν ήθη και έθιμα, στόχους κι ιδανικά.
Περίσσευε το γέλιο, η χαρά, η ομορφιά, η απλότητα και αγνότητα.
Δεν ξεχνούσαν να λένε «καλημέρα»,
μήτε ξεχνούσαν το «ευχαριστώ» και το «συγγνώμη»


Λοιπόν χρειάζεσαι το φως μόνο όταν καίει λίγο,

Σου λέιπει ο ήλιος μόνο όταν αρχίζει να χιονίζει,
Ξέρεις πως την αγαπάς μόνο όταν την αφήνεις να φύγει...

Ξέρεις πως ήσουν χαρούμενος μόνο όταν νιώθεις άσχημα,
Μισείς τον δρόμο μόνο όταν σου λείπει το σπίτι σου,
Ξέρεις πως την αγαπάς μόνο όταν την αφήνεις να φύγει...

Και την αφήνεις να φύγει

Κοιτάς στον πάτο του ποτηριού
Ελπίζοντας πως κάποια μέρα ένα όνειρο θα διαρκέσει πολύ,
Αλλά τα όνειρα έρχονται αργά και φεύγουν τόσο γρήγορα...

Την βλέπεις όταν κλείνεις τα μάτια σου,
Ίσως κάποια μέρα θα καταλάβεις γιατί
Ό,τι αγγίζεις σίγουρα πεθαίνει...

Αλλά χρειάζεσαι το φως μόνο όταν καίει λίγο,
Σου λέιπει ο ήλιος μόνο όταν αρχίζει να χιονίζει,
Ξέρεις πως την αγαπάς μόνο όταν την αφήνεις να φύγει...

Ξέρεις πως ήσουν χαρούμενος μόνο όταν νιώθεις άσχημα,
Μισείς τον δρόμο μόνο όταν σου λείπει το σπίτι σου,
Ξέρεις πως την αγαπάς μόνο όταν την αφήνεις να φύγει...

Κοιτάς το ταβάνι στο σκοτάδι
Το ίδιο κενό συναίσθημα στην καρδιά σου,
Γιατί η αγάπη έρχεται αργά και φεύγει τόσο γρήγορα...

Λοιπόν την βλέπεις όταν κοιμάσαι,
Αλλά ποτέ δεν την αγγίζεις και δεν την κρατάς,
Γιατί την αγάπησες τόσο πολύ και έπεσες τόσο χαμηλά...

Λοιπόν χρειάζεσαι το φως μόνο όταν καίει λίγο,
Σου λέιπει ο ήλιος μόνο όταν αρχίζει να χιονίζει,
Ξέρεις πως την αγαπάς μόνο όταν την αφήνεις να φύγει...

Ξέρεις πως ήσουν χαρούμενος μόνο όταν νιώθεις άσχημα,
Μισείς τον δρόμο μόνο όταν σου λείπει το σπίτι σου,
Ξέρεις πως την αγαπάς μόνο όταν την αφήνεις να φύγει...

Και την αφήνεις να φύγει... 
Λοιπόν την αφήνεις να φύγει...

Γιατί χρειάζεσαι το φως μόνο όταν καίει λίγο,
Σου λέιπει ο ήλιος μόνο όταν αρχίζει να χιονίζει,
Ξέρεις πως την αγαπάς μόνο όταν την αφήνεις να φύγει...

Ξέρεις πως ήσουν χαρούμενος μόνο όταν νιώθεις άσχημα,
Μισείς τον δρόμο μόνο όταν σου λείπει το σπίτι σου,
Ξέρεις πως την αγαπάς μόνο όταν την αφήνεις να φύγει...

Γιατί χρειάζεσαι το φως μόνο όταν καίει λίγο,
Σου λέιπει ο ήλιος μόνο όταν αρχίζει να χιονίζει,
Ξέρεις πως την αγαπάς μόνο όταν την αφήνεις να φύγει...

Ξέρεις πως ήσουν χαρούμενος μόνο όταν νιώθεις άσχημα,
Μισείς τον δρόμο μόνο όταν σου λείπει το σπίτι σου,
Ξέρεις πως την αγαπάς μόνο όταν την αφήνεις να φύγει...

Και την αφήνεις να φύγει.
Λοιπόν; Σ’ άφησε; Σε πρόδωσε; Καλύτερα έτσι. 
Θα ‘χεις κουραγιο να ξαναδοκιμασεις.

Κοίταξε να ζήσεις την αγάπη που έχασες. 
Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις. Κάν’ την τραγούδια, ξενύχτια. 
Κάν’ την βιβλία, αταξίες. 
Μόνο μην τη μοιρολογάς. 
Είναι σαν να τη βρίζεις. 
Σαν να της κλείνεις τον δρόμο να ξανάρθει.

Κοίταξε με προσεκτικά και θα καταλάβεις.
Για την αγάπη μιας γυναίκας έγινα ποιητής. 
Δεν τη συγκίνησα. 
Έγινα κλόουν, καραγκιόζης, Ρωμαίος, Νίγκελ, Άμλετ… 
Κείνη προσπέρασε πλάι απ’ τις τραγικές μεταμορφώσεις μου αγέρωχη και πήγε να θαφτεί στο άγνωστο. 
Ήταν τρελή; Ήταν άρρωστη; Χαλασμένη απ’ τα βιβλία; Δεν ξέρω. Ένα πράγμα ξέρω: πως μ’ έκανε δυστυχισμένο.

Εκεινοι που είναι για να γίνουν μεγάλοι, 
όχι μόνο δεν τους χρειάζεται η δυστυχία αλλά και τους μπαίνει εμπόδιο. 
Γιατί τώρα σ’ τα είπα όλα αυτά; 
Για να σε φέρω στα συγκαλά σου; 
Για να σε παρηγορήσω; 
Για να σε πλαντάξω; 
Δεν ξέρω.

Μενέλαος Λουντεμης
μεγάλωσα  πολύ

και δίχως να το θέλω έμαθα

πως οι νεκροί και το χώμα

δεν έχουν ορίζοντα και προσανατολισμό.
Τη μοίρα μας ποτέ δεν κυβερνούμε

στη λάσπη τη ζωή μας οδηγούμε
Τσάκισαν τα φτερά μας , δεν πετούμε

αυτοσαρκάζομε κι  ακροβατούμε .


Παλιάτσοι που διψούμε που πεινούμε

σε δρόμους μοναχούς σαν τριγυρνούμε

αποκαίδια των στιγμών

που καίμε μέσα μας να ζεσταθούμε.

  Είναι η απώλεια της φωνής

του φόβου και του υπολογισμού

είναι εκείνα τα χιλιόμετρα 
-- Ύστερα οι σιωπές

έγιναν ιστορίες κι ερωτηματικά

ξεκίνησαν να κατεβαίνουνε από τα κάδρα

χωρίς να έχουν εντελώς αποκαθηλωθεί
Kasos forever!
τώρα που πέτρωσε το βλέμμα μου
Eμαθα πως ξενυχτούν οι σιωπές
Και ξαφνικά καταλαβαίνεις

πώς όλα γίναν τόσο γρήγορα

μέχρι που τέλειωσαν

χωρίς καν να προφτάσεις να τα δεις

πως σε προσπέρασαν και χάθηκαν
πόσο θ αντέξουνε στην απομόνωση και στη σιωπή
Πάλι  εδώ , στο ίδιο στίγμα
ταλαντεύομαι στην αγρύπνια μου
κι οι δρόμοι γίνανε θάλασσα

κι’ οι μέρες μου γίνανε νύχτα

κι αυτά τα χρόνια που δε γεύτηκα

γίναν αέρας και σιωπή.

παίζω με τη ζωή μου

-έτσι καθώς ταξείδευα πάντα μες στους αγκώνες μου

να μάθω λέει

ψάχνοντας το πως να ζήσω
Kasos forever!
Ξόδεψα τη ζωή μου

ακροβατώντας

Όχι στα δυτικά το κεφάλι

                                      είναι για τους νεκρούς.

                                      Για ποιους νεκρούς μάνα.
 μνήμες αδιαπραγμάτευτες

οπού ξανασκεπάζονται να κοιμηθούν.

Χώμα που ανακυκλώνεις το ντουνιά

χτίζοντας με τη σπιθαμή τις αναπνοές των ανθρώπων
Εκρυψα απο τους  φιλους  το παθος μου πριν ερθουνε οι γλαροι και με παρουν..
Ενος λεπτου σιγη...Για τα λογια που θελαμε να πουμε...να γραψουμε...η να φωναξουμε...Κιομως ειναι ακομα κρυμενα....μιλάμε ετσι για να υπάρχουμε ......ΑΠΛΑ
Όμως, ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί δεν πραγματοποιούνται τα ανθρώπινα όνειρα.

Τάσος Λειβαδίτης
 Kαι ..........οχι...............ΜΟΝΟ

Κάθε νύχτα, ψάχνω τρόπους ν’ αγαπήσω τη μοναξιά μου. Ίσως έτσι, κάποια στιγμή, καταφέρω να τη διώξω μακριά. Ίσως έτσι να φύγει κάποτε… Όπως έφυγες κι εσύ.
Πάνε μήνες τώρα. Μήνες που τρέχω με λυμένα τα κορδόνια μου. Μήνες που βρίσκω ανέμους στο διάβα μου, έτοιμους να με ταξιδέψουν σε γαλάζια νερά κι εγώ κρατώ δεμένα τα πανιά μου. Διώχνω καθετί που με πλησιάζει. Το διώχνω με θόρυβο, άκομψα πολλές φορές κι έπειτα πνίγω τις τύψεις στο αλκοόλ.
Δεν ξέρω τι μ’ έχει πιάσει… Οι μέρες περνούν αδιάφορα κι εγώ το μόνο που κάνω είναι να ξηλώνω το μέλλον μου. Πετάω ευκαιρίες, πετάω δουλειές, πετάω νέους έρωτες στα σκουπίδια. Κι όταν φθάνει η νύχτα και η ρουτίνα μου τελειώνει, κάθομαι μονάχος στο σκοτάδι και ράβω τ’ όνομά σου στο «αύριο».
Το χρωματίζω με τ’ αγαπημένο σου μωβ. Κι όλο προσπαθώ να πείσω την καρδιά μου πώς τελείωσε.
«Τελείωσε το γαμημένο.»
Κάνω πως ξεγλιστράω. Το αναβάλω συνεχώς. Αλλά η θηλιά σφίγγει. Όλο και περισσότερο. Ο ερωτικός δεσμός γίνεται «δεσμά». Τα δεσμά μου. Οι θύμησες δεν μ’αφήνουν να ησυχάσω… Τώρα καταλαβαίνω πόσα χάνω, χάνοντάς σε.
Σε βλέπω ξανά και ξανά μες την αχλή του ονείρου μου. Είμαστε σιωπηλοί ο ένας απέναντι από τον άλλον.
Πόσο φτωχές μοιάζουν οι λέξεις μπροστά στο μεγαλείο της σιωπής.
Κάνεις μια κίνηση με το χέρι σου και χαϊδεύεις τα γένια μου, που τόσο σ’ αρέσει και ‘γω ονειρεύομαι πως είναι Κυριακή. Η Κυριακή που μου χρωστάς… Σιγα – σιγά απομακρύνεσαι από το οπτικό μου πεδίο και μένω ν’ αναρωτιέμαι πότε θα σε ξαναδώ. Ώσπου περνάει ο καιρός και συνειδητοποιώ πως ήταν εκείνη η τελευταία μας συνάντηση. Τότε που έδωσα μάχη για να σταματήσω το χρόνο. Έστω για κάποια δευτερόλεπτα, το κατάφερα! Για μια στιγμή σ’ έσφιξα πάνω μου και ποτίστηκε το είναι μου από το δικό σου σώμα.
Εκείνο το γλυκό λίγωμα του πυρακτωμένου κορμιού σου, ζέστανε τη μοναξιά μου. Εκείνη η αγκαλιά μου ήταν αρκετή. Σκέπασε όλη τη γύμνια μου!
Μικροί που μας αγκάλιαζαν συνεχώς, κάπου δεν μας άρεσε, τραβιόμασταν, κάναμε πίσω.
Τώρα που χρειαζόμαστε αγκαλιές για να γιατρευτεί η ψυχή μας, δεν βρίσκουμε άνθρωπο…
Ποτέ δε θα καταφέρω να στο εξηγήσω αλλά… υπάρχει κάτι απροσδιόριστο στο πρόσωπό σου, κάτι αξιαγάπητο, όχι απλά όμορφο με τη συνήθη σημασία της λέξης. Κάτι το οποίο με κάνει να θέλω να είμαι εκεί! Δίπλα σου!
Θέλω να είμαι εκεί ρε γαμώτο, να σπάω τη μοναξιά σου, να την κάνω θρύψαλα, αυτό θέλω. Ξέρω – ξέρω.  Τα διαβάζεις όλα αυτά κι αναρωτιέσαι… “Τώρα που είσαι;” “Τώρα που σε χρειάζομαι που είσαι;” “Χθές;” “Προχθές το βράδυ, ξημερώματα, που ήσουν;”
Εκεί είμαι! Δεν σε έχω αφήσει από τα μάτια μου, λεπτό! Από την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα, δεν σε έχω αφήσει! Δεν σε έχω βγάλει από το μυαλό μου, ούτε μια μέρα… Ούτε μία…
Τι κι αν μαζεύω τον εγωισμό μου κομματάκι – κομματάκι. Δεν ψάχνω άλλοθι στις πράξεις μου. Μπάσταρδη υπήρξε η μνήμη. Και το μυαλό μπάσταρδο κι εκείνο. Γι’ αυτό το αφήνω να ωρύεται κι ακολουθώ τη καρδιά.
Καληνύχτα! Πάω να κλάψω…

Του Σάκη Χαλβαντζή
Δεμενα  στην στερια σαπιζουν καραβια και ναυτικοι ,ερωτηματα πολλα ερωτηματα που μενουν αναπαντητα,κατηφεια θλιψη και παντου σιωπη
Ποσο θα θελα ρε ΘΕΕ να ειμουν εκει στα ανοιχτα  εκει μεσοπελαγα  εκει  περα στην ανοιχττη την θαλασσα
η αρμυρα  να μου καυτεριαζει τις πληγες  μου να μου τις κλεινει  γρηγορα  γιατι πονανε  η ρουφιανες
και ποναει το ρημαδι το στηθος  αμα εχεις πολες απο δαυτες..

Είναι στιγμές που αισθάνομαι αδύναμος.
Νοιώθω να χάνω τον προσανατολισμό μου, την αυτοπεποίθησή μου, τη γη κάτω απο τα πόδια μου.
Αισθάνομαι ότι πέφτω..
Όταν με δείς να πέφτω.. μείνε κοντά μου. Κράτα μου σφιχτά το χέρι, χαμογέλα μου..
Εκείνη τη στιγμή, σε έχω περισσότερο ανάγκη απο κάθε άλλη.
Μη σε γελάν τα χρόνια μου, ούτε η πείρα κι οι εμπειρίες μου.
Δεν παύω να είμαι άνθρωπος, να νοιώθω ανασφάλειες, να νοιώθω μελαγχολία, να νοιώθω μοναξιά.
Και η μοναξιά της ψυχής είναι χειρότερη.. Πίστεψέ με
Η σιωπή έχει την ικανότητα να εκφράζει τα πιο δυνατά λόγια.Πάντα φοβόμουν μην χάσω τουςανθρώπους που αγαπώ..!!Καμιά φορά αναρωτιέμαι......Υπάρχει κανένας που φοβάται μη χάσει εμένα!!... Μαγκιά δεν είναι να ξεχνάς, αλλά να αντέχεις να θυμάσαι..Αυτοί που αξίζουν να σκας για πάρτη τους είναι αυτοί που σε κάνουν να σκας χαμόγελο όταν τους σκέφτεσαι...Όταν τελειώνει κάτι, παίρνεις την αξιοπρέπειά σου και
φεύγεις…Έτσι απλάΕίναι και κάποια βλέμματα που όταν συναντιούνται, πονάνε πολύ περισσότερο απ' ότι τα λόγια.Έχοντας μια σπασμένη καρδιά, είναι σαν να έχεις σπασμένα πλευρά...
Απ' έξω φαίνεσαι μια χαρά, αλλά κάθε ανάσα σε σκοτώνει..Είναι κι αυτοί που σου λένε "Να μείνεις εδώ να φτάσουμε ως το τέρμα"... και τα παρατάνε λίγο πριν την μέση..Να προχωράς μπροστά χωρίς να σε ενδιαφέρει τι κάνουν όσοι άφησες πίσω σου...
Ούτε εκείνοι νοιάστηκαν όταν σε άφησαν να προσπεράσουν      

Και πέρασαν οι μέρες, πέρασαν οι εβδομάδες και οι μήνες και βρίσκομαι και πάλι εδώ, σε ένα χώρο τόσο γνώριμο. Υπήρξαν στιγμές σε αυτό το διάστημα που μου έλειψε πολύ να γράφω, να διαβάζω, να υπάρχω εδώ μέσα. Ειδικά ο πρώτος καιρός ήταν πραγματικά δύσκολος για εμένα. Μου φάνηκε τόσο δύσκολο να πρέπει να γυρίζω σπίτι χωρίς να έχω το μέσο για να βρίσκομαι εδώ. Κάποιες στιγμές υπήρχαν τόσα πολλά που ήθελα να μοιραστώ εδώ μαζί σας και κάποιες άλλες που χανόμουν στις δικές μου σιωπές που κανένας άλλος δε χωράει. Οι μήνες που πέρασαν πρέπει να ομολογήσω ότι ήταν αρκετά δύσκολοι. Έπρεπε να αντιμετωπίσω πολλές καταστάσεις.

Μην περιμένεις να βρεις τον εαυτό σου για να ξεκινήσεις

Περιμένεις μέρες, μήνες, χρόνια, σε ένα στημένο ραντεβού. Δεν ήρθε ακόμη. Δεν φάνηκε. Άργησε πολύ, τόσο που μάτωσαν τα μάτια στην αναμονή, τόσο που ράγισε η καρδιά στην προσμονή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου