ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ............
Ξημέρωνε σε λίγο...
Ακούμπησα την πλάτη μου πίσω και σε κοίταζα...
Χαμογελούσες ευτυχισμένη μέσα στον ύπνο σου
κι άπλωνες το χέρι σου προς το μέρος μου,
ψάχνοντας το κορμί και το δικό μου χτυποκάρδι.
Αυτό το χέρι
είναι η μοναδική μου ελπίδα για το μέλλον!
Αν πιαστώ γερά απ΄ αυτό,
αν συνεχίσω πάση θυσία αυτή την προσπάθεια,
αυτή η ελπίδα δεν θα χαθεί ποτέ!
Αυτό το χέρι που μου απλώνεις,
είναι η μοίρα και η τύχη μου!
Αυτά τα χέρια που απλώνουμε ο ένας στον άλλο,
είναι ο δικός μας ο παράδεισος
μέσα στην κόλαση που ζούμε
Αν μπορούσαμε να αγαπήσουμε, όπως αγαπούν τα παιδιά και τα ζώα, θα ήμασταν λιγότερο κτήνη... (Ε.Δ., 29/8/2016)
Είδες τον πρώτο άνθρωπο που έπλασες,
να σε προδίδει, παρασυρμένος απ' τον δεύτερο...
Είδες τον τρίτο που του έδωσες ζωή,
να την αφαιρεί από τον τέταρτο...
Είδες τον πέμπτο που τον έπλασες ελεύθερο,
τον έκτο να υποδουλώνει...
Είδες τον έβδομο που του χάρισες άπλετο χώρο,
να φυλακίζει τον όγδοο σε κελί...
Είδες τον ένατο που τον πλημμύρισες έρωτα,
τον δέκατο να τον βιάζει...
Είδες την ενιαία γη που δώρισες στον ενδέκατο,
να την τεμαχίζει, για να την πουλήσει στον δωδέκατο...
Είδες τον δέκατο τρίτο που τον τύλιξες καθάριο αέρα,
να τον μολύνει και να τον διώχνει στον δέκατο τέταρτο...
Είδες τα ορυκτά που φύτεψες κάτω απ' τα πόδια
του δεκάτου πέμπτου, ο δέκατος έκτος να του τα αρπάζει...
Είδες τον δέκατο έβδομο που τάισες χιλιάδες λιχουδιές,
να αφήνει νηστικό τον δέκατο όγδοο...
Να σφάζει ο δέκατος ένατος τον εικοστό, στο όνομά Σου...
Να σταυρώνει ο εικοστός πρώτος τον Υιό σου...
Είδες και είδες...Τι δεν είδες!
Θεέ Πατέρα,
μήπως είσαι ένα ζευγάρι μάτια απέραντα;
Μάτια αδιαλείπτως δακρυσμένα,
με τόσα που 'χουν δει και τόσα άλλα που βλέπουν;
Μάτια που ποτέ κανείς δεν είδε,
επειδή δεν θα άντεχε να αντικρίσει
την αχώρητη θλίψη τους
ή μήπως τον παράφορο έρωτά τους;
Ξημέρωνε σε λίγο...
Ακούμπησα την πλάτη μου πίσω και σε κοίταζα...
Χαμογελούσες ευτυχισμένη μέσα στον ύπνο σου
κι άπλωνες το χέρι σου προς το μέρος μου,
ψάχνοντας το κορμί και το δικό μου χτυποκάρδι.
Αυτό το χέρι
είναι η μοναδική μου ελπίδα για το μέλλον!
Αν πιαστώ γερά απ΄ αυτό,
αν συνεχίσω πάση θυσία αυτή την προσπάθεια,
αυτή η ελπίδα δεν θα χαθεί ποτέ!
Αυτό το χέρι που μου απλώνεις,
είναι η μοίρα και η τύχη μου!
Αυτά τα χέρια που απλώνουμε ο ένας στον άλλο,
είναι ο δικός μας ο παράδεισος
μέσα στην κόλαση που ζούμε
Αν μπορούσαμε να αγαπήσουμε, όπως αγαπούν τα παιδιά και τα ζώα, θα ήμασταν λιγότερο κτήνη... (Ε.Δ., 29/8/2016)
Είδες τον πρώτο άνθρωπο που έπλασες,
να σε προδίδει, παρασυρμένος απ' τον δεύτερο...
Είδες τον τρίτο που του έδωσες ζωή,
να την αφαιρεί από τον τέταρτο...
Είδες τον πέμπτο που τον έπλασες ελεύθερο,
τον έκτο να υποδουλώνει...
Είδες τον έβδομο που του χάρισες άπλετο χώρο,
να φυλακίζει τον όγδοο σε κελί...
Είδες τον ένατο που τον πλημμύρισες έρωτα,
τον δέκατο να τον βιάζει...
Είδες την ενιαία γη που δώρισες στον ενδέκατο,
να την τεμαχίζει, για να την πουλήσει στον δωδέκατο...
Είδες τον δέκατο τρίτο που τον τύλιξες καθάριο αέρα,
να τον μολύνει και να τον διώχνει στον δέκατο τέταρτο...
Είδες τα ορυκτά που φύτεψες κάτω απ' τα πόδια
του δεκάτου πέμπτου, ο δέκατος έκτος να του τα αρπάζει...
Είδες τον δέκατο έβδομο που τάισες χιλιάδες λιχουδιές,
να αφήνει νηστικό τον δέκατο όγδοο...
Να σφάζει ο δέκατος ένατος τον εικοστό, στο όνομά Σου...
Να σταυρώνει ο εικοστός πρώτος τον Υιό σου...
Είδες και είδες...Τι δεν είδες!
Θεέ Πατέρα,
μήπως είσαι ένα ζευγάρι μάτια απέραντα;
Μάτια αδιαλείπτως δακρυσμένα,
με τόσα που 'χουν δει και τόσα άλλα που βλέπουν;
Μάτια που ποτέ κανείς δεν είδε,
επειδή δεν θα άντεχε να αντικρίσει
την αχώρητη θλίψη τους
ή μήπως τον παράφορο έρωτά τους;
Το φιλί είναι κάτι γλυκό που εφηύρε η φύση,
για να παύει η κουβέντα,
Ανόητε άνθρωπε, σαν να μην έφθανε
που έβγαλες από την καρδιά σου τον " Θεό " ,
πήγες και έβαλες στη θέση του το " Εγώ σου ".
Ούτε με την " Αγάπη " δεν προσπάθησες
να τον αντικαταστήσεις.
Όχι! Εσύ και πάλι προέταξες το " Εγώ " σου,
πάντοτε και παντού μπροστά
το " Δαιμονικό Εγώ " σου... (20/8/2016, Ε.Δ.)
Κρύες καρδιές, παγωμένες ματιές, χιλιομασημένα λόγια και θεωρίες, όλοι τόσο ίδιοι, εκνευριστικά ίδιοι, τόσο δίπλα σου χιλιομετρικά, τόσο μακριά σου ψυχικά... Η τραγωδία τούτης της εποχής θα γράψει ιστορία... μαύρη και αδυσώπητη σαν τις κρυστάλλινες καρδιές αυτών των ΔΗΘΕΝ καλοσυνάτων ανθρώπων... (20/8/2016, Ε.Δ.)
Θα υφάνω από αστέρια μια χρυσή στολή,
να ντύσω την πληγή που σε μαραίνει...
Η αγάπη μου σαν μύρο θα τη ραίνει
της θλίψης σου τη συστολή...
Από το κλάμα του Θεού φτιάχτηκαν θάλασσες,
από τον αναστεναγμό του ο αέρας.
Μονάχα ο πόνος το μπορεί να φέρει εις πέρας
την άγια εικόνα Του που χάλασες!
Θα κλέψω των κυμάτων τους λευκούς αφρούς,
να πλύνω των ματιών σου το μαράζι,
ο ίσκιος κυνηγός να μην ταράζει
του βλέμματός σου τους φρουρούς.
Από το γέλιο του Θεού χτίστηκαν σύμπαντα
κι απ' το έλεός Του χρώματα χιλιάδες.
Δώσ' μου το χέρι σου, να παίξουμε αμάδες,
Φώναζε ο φτωχός πραματευτής:
-Περάστε, κόσμε! Πουλώ ένα δάκρυ πολύτιμο!
Περάστε, κόσμε, ένα γέλιο μονάκριβο πουλώ!
Ε, κόσμε, πουλώ το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον...
Κανείς δεν αγόραζε. Όλοι προτιμούσαν άλλους πάγκους
στο παζάρι. Περιουσίες ολόκληρες ξόδευαν, αγοράζοντας
ψέματα και αυταπάτες. Όλοι προσπέρασαν τον φτωχό
πραματευτή που έβγαλε τηn αλήθεια στο σφυρί, για να ζήσει.
Τη νύχτα, τα άφησε όλα πάνω στον πάγκο του και πήρε
το δρόμο του γυρισμού. Ελεύθερος από λύπη,
ελεύθερος από χαρά, από παρελθόν, παρόν και μέλλον,
έφτασε στο σπίτι του και πέθανε ήσυχος...
Τα χρόνια πέρασαν. Κάποτε στη θέση του πάγκου του, εκεί καταμεσής στο πολύβουο παζάρι, φύτρωσε μια μηλιά που
δεν ήταν κανενός. Μεγάλωσε κι έκανε μήλα. Οι κουρασμένοι περαστικοί, αφού αγόραζαν ψέματα και αυταπάτες απ' τους
άλλους πάγκους, σταματούσαν μπροστά της. Κάτω απ' τον
ίσκιο της ξεκουράζονταν. Από τα μήλα της χόρταιναν και
ξεδιψούσαν. Κι έτσι άρχισαν στη ρίζα της να κλαιν και να γελούν.
Να αναθυμούνται τη ζωή τους. Να ζουν το παρόν τους.
Πρώτη φορά να ονειρεύονται το μέλλον τους. Κι ο φτωχός πραματευτής από ψηλά διασκέδαζε την άγνοιά τους που
Άφησα πίσω μου απάνεμα λιβάδια, μη σκουριάσουν αταξίδευτα τα όνειρα. Άφησα τα πολύβουα χωριά, μην τρομάξει το σπουργίτι της σιωπής και μείνω το χειμώνα απαρηγόρητο. Άφησα τις μεγάλες υποσχέσεις των εμπόρων που με οδηγούσαν στο σφαγείο, να κρατήσω λέξεις απλές σαν το χορτάρι στην έρημο της μοναξιάς.
Τη θαλπωρή των σχέσεων με τ' άλλα ζώα εγκατέλειψα, που ρουφούσαν λαίμαργα το γάλα της καρδιάς μου, και τον καλλωπισμό του ψέματος πως ήμουν χρήσιμο αρνήθηκα! Της υποκρισίας τα μεταξωτά τερτίπια πως ήμουν τάχατες αθώο έσχισα, και τα ψηλοτάκουνα της υπεροψίας πως ήμουν άκακο χάλασα για πάντα! Και πόσα άλλα άφησα πίσω μου, βορά στους λύκους
να τα φάνε, να χορτάσουν...
"Ό, τι αφήνεις πίσω, θα το βρεις μπροστά σου!", ούρλιαξαν μέσα
στη νυχτιά από τα απόκρημνα όρη των δαιμόνων, αυτοί που αυτοχρίστικαν πιστοί, μα ήταν λύκοι, λύκοι της Εξουσίας και του Χρήματος.
Θα το βρω, απάντησα με βέλασμα που δεν εννόησαν, μα δε θα μ’ αναγνωρίσει ούτε αυτό, ούτε εκείνο, ούτε κι εσείς! Θα περάσω διάφανο μπροστά σας και "κάπου εδώ, κάπου εκεί, πρόβατο μυρίζομαι" θα γρυλίζετε, ενώ η φυγή μου θα με κρύβει κάτω απ’ τα ακονισμένα δόντια σας.
Και τώρα; Τώρα ένα πρόβατο στυλίτης της αγωνίας γίνομαι και της απορίας αιχμάλωτο. Τώρα τρώω την πείνα μου και στο πιάτο μου φιλοξενώ μόνο δυο μαύρες κι άραχνες ελιές, που δεν τρώγονται με τίποτα, -αντανάκλαση των ματιών μου στη λίμνη των δακρύων όλων των προβάτων! Τώρα η δίψα μου με ξεδιψά και στο ποτήρι οι γουλιές δεν πίνονται, -αντιφέγγισμα σταγόνων των ματιών μου στο μαύρο ουρανό των λύκων!
Τώρα εισπνέω το παρελθόν του αμνού
κι εκπνέω του αγγέλου μέλλον,
λευκή σγουρή βαρκούλα μεσοπέλαγα,
Άλλοι ζητούν μερίδιο στο χώμα, άλλοι στο νερό,
στον αέρα ή στο φως.
Μερίδιο σε όλα όσα δε μας ζήτησαν
τίποτα ποτέ και, εκ φύσεως,
στέκεται αδύνατον να μεριστούν!
Ποιοι είμαστε οι θρασύδειλοι;
Μήπως δεν είμαστε κόκκος σταριού,
προορισμένος για το μύλο της ζωής
που θα μας κάνει σκόνη;
Ή μήπως θα γλιτώσουμε το ζυμωτήρι της,
ώστε να γίνουμε ψωμί στο φούρνο του θανάτου;
Πώς αλλιώς θα στρωθεί
της Αγάπης το πασχαλινό τραπέζι;
"Αδελφοί, ειρηνεύετε!" λέει η επιγραφή
έξω απ' το μοναστήρι Αγίου Παύλου
Αν ήμουν χελιδόνι, στο καναρίνι θα 'θελα να μοιάσω,
απ' το τραγούδι μου οι λυπημένοι να χαμογελούν!
Αν ήμουν όμως καναρίνι, τον αετό θα ζήλευα,
που δε φοβάται τους καιρούς, τη μοναξιά, τα ύψη!
Μα είμαι ένα τόσο δα σπουργίτι
που όλο πεινά, όλο διψά, κρυώνει
και με το ράμφος του χτυπά το τζάμι του Θεού
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΤΟ ΔΕΙΠΝΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Λευκή σελίδα στρώνει στην καρδιά του για τραπεζομάντηλο,
μη δούνε τις πληγές οι καλεσμένοι και σκιαγμένοι φύγουν.
Ύστερα ετοιμάζει τις σαλάτες:
αθώες λέξεις απ' των παιδικών του χρόνων τα παρτέρια,
βαφτισμένες στο νερό των ουρανών,
που απομακρύνει λάσπες της ενηλικίωσης!
Στο φούρνο της υπομονής ετοιμάζεται το κρέας:
σώμα απ' το σώμα του το σιτεμένο,
λέξεις σιγοψημένες στην αφάνεια πικρών εμπειριών,
ωσότου ροδοκοκκινίσουν σαν μάγουλα παρθένων κορασίδων.
Ιερέας στο θυσιαστήριο του λόγου, αναρριγώντας,
αποθέτει τα εδέσματα όλα στις πιατέλες των προτάσεων,
ραντίζοντάς τες μυροβόλα δάκρυα!
Γεμίζει την κανάτα αίμα της καρδιάς του,
παλιό κρασί, αιώνες φυλαγμένο στο κατώι της συνείδησης...
Κι αφού φορέσει τη στολή την πρώτη,
εκείνη που καλείται γαμπρική,
ανοίγει διάπλατα την πόρτα της αυλής του...
Ούτε μπροσούρες στήνει ούτε λάμπες κράχτες.
Το άρωμα του φαγητού είναι αρκετό να προσελκύσει
όσους πεινούν αληθινά...
Το ποίημα γράφτηκε!
Οι άγνωστοι της αλήθειας εραστές
κάθονται ήδη ένας-ένας στο τραπέζι.
Σερβίρει το κρασί ο ποιητής και το λιτό του γεύμα...
Σιωπές στα νεροπότηρα προσθέτει,
χρόνο κενό ανάμεσα στους στίχους, αναγκαίο για τη χώνεψη.
Άλλοι μιλούν και χαριεντίζονται,
άλλοι σχολιάζουν, κοροϊδεύουν ή γελούν,
μα όλοι κι από κάτι δοκιμάζουν...
Ουδέ μιλιά ο ποιητής, ούτε και ίχνος γέλιου!
Οι καλεσμένοι φεύγουν χορτασμένοι,
ικανοποιημένος μειδιά ο ποιητής!
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΠΡΟΣΕΞΕ πότε κοκκίνισε
το λευκό τραπεζομάντηλο,
καθώς ξυπνήσαν οι πληγές που σκέπαζε...
Ουδέ μιλιά ο ποιητής, ούτε και ίχνος γέλιου!
Είναι ο υπηρέτης τους...
Τέτοια καμώματα στους υπηρέτες δεν ταιριάζουν!
Ξέρει τη θέση του, ο των πάντων υπηρέτης ποιητής!
Μόνο ικανοποιημένος,
κι ενδεχομένως λίγο πικραμένος,
μειδιά...
Άφησες ανυπόγραφα τα έργα σου, Κύριε!
Αν ήθελες, θα υπέγραφες πάνω στην πευκοβελόνα,
στον κόκκο της άμμου, στο σύννεφο,
στο σώμα ένα τατουάζ...
Τίποτα δεν υπέγραψες, Θεέ,
κι ας είσαι υπεύθυνος για όλα!
Παραιτούμενος απ' τα πνευματικά σου δικαιώματα,
έμεινες αόρατος δημιουργός του παντός,
για να σε ψάχνω, να μη σε χορταίνω,
να σε ανακαλύπτω, να σε χάνω,
να σε αμφισβητώ, να σε αρνούμαι,
και επιπλέον,να υπογράφω εγώ
με μαύρο μελάνι τα έργα σου,
πλαστογραφώντας -πάντα ανεπιτυχώς-
την αόρατη υπογραφή σου!
Ωσότου να παραβρεθώ, ο τάλας,
στο συμβολαιογραφείο του Θανάτου
που εντίμως αποδίδει
τα του Καίσαρος Καίσαρι
και στον Θεό τα δικά Του!
Ανυπέρβλητο Παράδειγμά μου,
κάνε με πευκοβελόνα, κόκκο άμμου,
σύννεφο, σώμα λευκό ανυπόγραφο...

Όταν τα μεγάλα φώτα σβήσουν στη σκηνή
και η αυλαία πέσει αργά,
ο πρωταγωνιστής θα μείνει μόνος
ανάμεσα σε ένα απέραντο,
βιαστικό και αδιάφορο πλήθος...
Τότε θα δείξει τον πραγματικό χαρακτήρα,
από τον οποίο είναι φτιαγμένος!
Τότε θα φανεί, αν μπορεί,
Τον άκουγα χθες βράδυ αργά,
να εξηγεί με λόγια απλά
τη λέξη " τρικυμία "...
Τρία είν΄ τα κύματα βουνά, μεγάλα της θαλάσσης,
που βγαίνοντας στα ανοιχτά, θα πρέπει να δαμάσεις!
Το πρώτο σε πετάει ψηλά
κι έρχεται από κάτω,
κι αν έχεις μαλακή καρδιά,
σε παίρνει, σε πάει στον πάτο...
Το δεύτερο, πιο άγριο, έρχεται από πάνω
και πέφτει στο κεφάλι σου
σαν κεραυνός στην άμμο...
Το τρίτο, το χειρότερο,
θα σου ΄ρθει από το πλάι,
ίδιο με μαύρη άβυσσο
που ναυαγούς και σύνεργα
στα σπλάχνα της ρουφάει...
Τρία είν΄ τα κύματα βουνά,
τούτης εδώ της πλάσης.
Σαν βγεις για το ταξίδι σου,
Μου έλειψε από τη ζωή μου το χαμόγελο...
Ένα ωραίο, μεγάλο κι αστραφτερό χαμόγελο,
ίδιο μ΄ εκείνο που μόνο ένας ερωτευμένος έχει,
μες στων ματιών της τον καθρέφτη όταν κοιτάζει,
κι όσο μπορεί, τα δυνατά του πάλι βάζει,
το φόβο να ξορκίσει και τόπο να δώσει στην οργή!
Να πορευτεί, τα πάθη του συγκρατώντας,
μα και των δυο τα λάθη διορθώνοντας...
Μια θέση μέσα στην καρδιά του
για το όνειρό τους το κοινό να αφήσει
και να πολεμήσει, να δημιουργήσει!
Βλέπεις, αυτά είναι δώρα
που στα δίνει ο θεός απ΄ την αρχή!
Ή τα ΄χεις μέσα σου ή δεν τα έχεις...
Κι εγώ ετούτη τη στιγμή που μιλάμε,
είμαι ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο
απ΄ τον οποίο θα ήθελες να δανειστείς...
Κι εσύ που τόσο πια συνήθισες να ζεις
με δανεικά και συμβάσεις
από μεγάλα ιδρύματα, διεθνή πιστωτικά,
δεν ξέρω αν θα μπορούσες να δεχτείς αυτό το δώρο...
Είμαι ένας άνθρωπος απλός,
που το χαμόγελο του σου χαρίζει...
Της ψυχής μου το πηγάδι αποσφραγίζω,
παραμερίζω με τρόπο τους νεκρούς και τα σπαράγματα,
το σέρνω με κόπο έξω στα φώτα και στον άνεμο
και με όλη μου την αγάπη στο χαρίζω!
Πάρε το και κάνε το ό,τι εσύ καταλαβαίνεις...
Κι ίσως, μια μέρα,
να ΄μαι εκεί, δίπλα σου,
Το φεγγάρι αδειάζει κάποτε απ΄ τη λάμψη του
κι ο ήλιος του χειμώνα από την πρώτη θέρμη...
Τα πλοία βουλιάζουν μεσοπέλαγα
κι ο ασυρματιστής ακόμη εκπέμπει SOS μέσα στη θύελλα...
Οι αναμνήσεις ξυπνάνε και πετάγονται πάνω απότομα,
την ώρα που ο εφιάλτης, σαν μαύρος πάνθηρας
ακροπατώντας, πλησιάζει μες στη νύχτα.
Οι συγκινήσεις, που σαν νυφούλες ακολουθούσαν
πριν την αθωότητα, πως μοιάζουν τώρα
με βυθισμένες άγκυρες επάνω στην καρδιά σου!
Κι εκείνο το αστεράκι το λαμπρό,
που το έβλεπες κάποτε
με μια πολύχρωμη γιρλάντα κρεμασμένη στο λαιμό
να σου χαμογελάει,
κλείνοντας σου πονηρούτσικα το μάτι,
πως μοιάζει τώρα με ένα νόμισμα φτηνό
που αργοκυλάει στου υπόνομου την άκρη!
Και μόνο μια πέτρα άψυχη, νεκρή, χωρίς αγάπη,
θαμμένη πια σχεδόν κι αυτή, χωμένη μες στη λάσπη,
επιμένει ακόμη να ονειρεύεται
πως ήταν η ψυχή σου κάποτε,
που ανάλαφρη σαν πούπουλο
Συχνά, όταν είμαι στις μαύρες μου και δεν αισθάνομαι καλά,
ψυχανεμίζομαι πως το κακό παραμονεύει γύρω μου
και σέρνεται σαν τη σαρανταποδαρούσα ανάμεσα
στα πόδια μου που τρέμουν...
Διαισθάνομαι τότε πως δεν προφταίνω με τίποτα
να την κοπανήσω στο κεφάλι
και να τελειώνω μια και καλή μαζί της.
Κι έτσι την "κοπανάω" εγώ
μπροστά στα τρομερά σαγόνια της
και, τρέχοντας, κρύβομαι στη σοφίτα.
Κι εκεί, ανάμεσα σε χαρταετούς και σπάγκους,
ανάμεσα σε ξύλινα σπαθιά που έχουν στομώσει
και γιορτινά κεράκια που έχουν λιώσει,
κάθομαι και κοινωνώ ξανά ως νεοφώτιστος
των ποιητών τα ιερά ευαγγέλια...
Και τότε ξαφνικά νιώθω
να φτεροκοπούν γύρω μου
ένα σωρό πολύχρωμες πεταλούδες,
ένα κοπάδι άσπρα πουλιά
και eκείνο το υπέροχο άλογο
που ερχόταν μέσα στην καταιγίδα να με πάρει,
τα βράδια που φοβόμουνα μικρός...
Ποτέ μου δεν κατάφερα να εξηγήσω,
από πού έρχονται
και πώς χωράνε όλα αυτά τα υπέροχα πλάσματα
μες στη στενάχωρη σοφίτα του σπιτιού μου...
Όμως με τον καιρό και με τα πολλά κατάλαβα
ότι οι φίλοι φαίνονται στα δύσκολα.
Κι όταν έχεις τις μαύρες σου,
παρατάνε ό,τι κι αν κάνουν,
και ακολουθώντας εκείνο το παλιό,
το μυστικό μονοπάτι που παίρναμε παιδιά,
έρχονται να σταθούν ξανά στο πλάι σου…
Σε λίγο πάλι θα βραδιάσει κι είμαι μόνος, μακρύς ο δρόμος και δεν ξέρω πού θα βγει... Η κάθε ώρα μακριά σου είναι χρόνος, η κάθε ώρα μια ολόκληρη ζωή... Ο ήλιος πάλι βασιλεύει, μα δεν ήρθες!
Άκουσες τον ήχο του κεραυνού,
την αστραπή όμως δεν την είδες!
Δεν κατέβηκε ποτέ η βροχή να μουσκέψει
της ψυχής σου το πουκάμισο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου