20170527



Μετα το θάνατο μου θα ειθελα οι σκέψεις μου και τα όνειρα μου να μεταφερθούν. Σ όλους εκείνους που με αδιαφορησαν
Με χλεύασαν και ας αναρωτηθούν ....ξέρω θα πεις ρε μπασταρδε γιατί μου στερείς την ηρεμία μου. .τωρα πού ησύχασα απο Σένα. ..γιατί αυτη η ανταπόδειξη να με τυραννάει? ????


Θεέ Μου... Βλέπω πίσω μου και αναστενάζω... Βλέπω μπροστά μου και φοβάμαι... Σκύβω στα πόδια Σου και ελπίζω....!
ΜΙΑ ΟΜΙΛΟΥΣΑ ΣΙΩΠΗ

Κάποιοι άνθρωποι κρύβουν μέσα τους μια βαθιά σιωπή. Το όνομά τους συνοψίζει το είναι τους και τα μάτια τους έχουν κάτι από μετάξι. Οι άνθρωποι αυτοί ξέρουν να αγαπούν, με τον ίδιο τρόπο που ξέρουν να υποφέρουν. Με την αξιοπρέπεια που κρύβει μέσα της η πληγή που δεν δείχνεις. Που δε διαφημίζουν τη ζωή που έζησαν κι αυτή που ‘χάσαν. Όλα όσα έκαναν κι όλα αυτά που δεν ‘γίναν ποτέ. Είναι εκείνοι που θα σου απλώσουν το χέρι όταν κρυώνεις και όταν κλαις. Όταν φοβάσαι μα κι όταν υπερβαίνεις.

Όταν πέσεις θα είναι εκεί  για να σε σηκώσουν, γιατί γνωρίζουν καλά πως είναι να γκρεμίζεσαι. Είναι εκείνοι που κάθε φορά που γελάς, θα λάμπουν μαζί σου κι αν ποτέ χαθείς, θα ανάβουν την ψυχή τους να σου δείξουν τον δρόμο.

Κάποιοι άνθρωποι κρύβουν μέσα τους μια βαθιά σιωπή. Όταν πονούν κι όταν λυπούνται, οργανώνουν εντός τους την πιο μεγάλη γιορτή. Ανάβουν τα φώτα τους, φορούν τα καλά τους και χαϊδεύουν τη θλίψη τους για να μη την πληγώσουν.

Κουρνιάζουν δίπλα σου μαλακά για να μη σε τρομάξουν και όταν κοιμάσαι, μπολιάζουν τον ύπνο σου με το πιο κόκκινο χρώμα. Για να μπορείς να ονειρεύεσαι, θα κομματιάσουν τη θάλασσα και θα μικρύνουν τον χρόνο, κάνοντάς τον κάδρο στο σαλόνι σου. Να μη σου λείπει το πάντα.
Ζουν δίπλα σου σαν δροσερό αεράκι, σαν ήλιος, σα νεφέλωμα. Είναι όλα τα χρώματα· όλες οι μέρες κι οι νύχτες. Όλα τα βήματα κι όλες οι λέξεις. Όλα τα πριν, τα μετά κι όσα ανάμεσα. Είναι η ίδια η σιωπή, που κρύβει μέσα της το πιο βαθύ μεγαλείο.

Μα όταν σε κοιτάξουν βαθιά μες στα μάτια, μιλούν με το βλέμμα τους όλες τις γλώσσες της γης.

...Μαρία  Χρονιάρη...
Να μάθεις να φεύγεις.
Από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών.
Από χειραψίες που σε στοιχειώνουν.
Από την ανάμνηση μιας κάλπικης ευτυχίας. 
Να φεύγεις -αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές, μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς.
Να μην παίρνεις τίποτα μαζί, ούτε ενθύμια, ούτε ζακέτες για το δρόμο.
Να τρέχεις μακριά από δήθεν καταφύγια κι ας έχει έξω και χαλάζι.
Να μάθεις να κοιτάς βαθιά στα μάτια όταν λες αντίο κι όχι κάτω ή το άπειρο.
Να εννοείς τις λέξεις σου, μην τις εξευτελίζεις, σε παρακαλώ.
Να μάθεις να κοιτάς την κλεψύδρα, να βλέπεις πως ο χρόνος σου τελείωσε.

Όχι αγκαλιές, γράμματα, αφιερώσεις, κάποτε θα ξανασυναντηθούμε αγάπη μου.
(Όλα τα βράδια και τα τραγούδια δεν θα είναι ποτέ δικά σας -αποδέξου το)
Να σταματήσεις να αγαπάς τον Μέλλοντα, όταν αυτό που έχεις είναι μόνο ο Ενεστώτας.
Να φεύγεις από εκεί που δεν ξέρεις γιατί βρίσκεσαι - από 'κει που δεν ξέρουν γιατί σε κρατάνε.
Να αποχωρίζεσαι τραγούδια που αγάπησες, μέρη που περπάτησες.
Δεν έχεις τόση περιορισμένη φαντασία όσο νομίζεις.
Μπορείς να φτιάξεις ιστορίες ολοκαίνουριες, με ουρανό κι αλάτι.
Να θυμίζουν λίγο φθινόπωρο, πολύ καλοκαίρι κι εκείνη την απέραντη Άνοιξη.
Να φεύγεις από εκεί που δε σου δίνουν αυτά που χρειάζεσαι. Από το δυσανάλογο, το μέτριο και το λίγο.
Να απαιτείς αυτό που δίνεις να το παίρνεις πίσω -δεν τους το χρωστάς.
Να μάθεις να σέβεσαι την αγάπη σου, το χρόνο σου και την καρδιά σου.
Μην πιστεύεις αυτά που λένε -η αγάπη δεν είναι ανεξάντλητη, τελειώνει.
Η καρδιά χαλάει, θα τη χτυπάς μια μέρα και δεν θα δουλεύει.
Να μην συγχωρείς όσους δεν σου έπλυναν τα πόδια σου με δάκρυα μετανοίας
Να καταλάβεις πως οι δεύτερες ευκαιρίες είναι για τους δειλούς, οι τρίτες για τους γελοίους.
Μην τρέμεις την αντιστοιχία λέξεων-εννοιών, να ονομάζεις σχέση τη σχέση, την κοροϊδία κοροϊδία.
Να μαλώνεις τον εαυτό σου καμιά φορά που κάθεται και κλαψουρίζει σαν μωρό κι εσύ κάθεσαι και του δίνεις γλειφιτζούρι μη και σου στεναχωρηθεί το βυζανιάρικο.
Να μάθεις να ψάχνεις για αγάπες που θυμίζουν Καζαμπλάνκα, όχι συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Να μάθεις να φεύγεις.
Από εκεί που ποτέ πραγματικά δεν υπήρξες.
Να φεύγεις κι ας μοιάζει να σου ξεριζώνουν το παιδί από τη μήτρα.
Να φεύγεις από όσα νόμισες γι' αληθινά, μήπως φτάσεις κάποτε σ' αυτά.
Έκλεισε το ξυπνητήρι με μία κίνηση αμέσως μόλις χτύπησε. Ήταν ήδη ξύπνια ώρα πριν, με τα μάτια ανοιχτά να αναζητά το μέλλον της ανάμεσα στις σκιές στο ταβάνι του δωματίου της. Σηκώθηκε με κοφτές κινήσεις απ' το κρεβάτι της και με το βλέμμα πάντα χαμηλωμένο ετοιμάστηκε. Ξύπνησε το γιο της με χάδια, όπως συνήθιζε, και πήγε να ετοιμάσει το πρωινό τους. 

Λίγα λεπτά πριν χτυπήσει το κουδούνι, αποχαιρέτησε το γιο της στην πύλη του σχολείου, γύρισε την πλάτη και ξεκίνησε να περπατάει γρήγορα να προλάβει το λεωφορείο. Μερικά βήματα πιο κάτω σταμάτησε απότομα: «Φτου!» Έτρεξε πίσω, φωνάζοντας στον γιο της να έρθει κοντά της. Του έδωσε χρήματα για την εκδρομή που θα πήγαιναν την επομένη. Ενώ το παιδί έβαζε τα λεφτά στην τσάντα του, εκείνη κοίταξε τα 5EUR που είχαν μείνει στο πορτοφόλι της. Χωρίς να τον κοιτάξει στα μάτια, τον αποχαιρέτησε κι έκανε να φύγει. Μα τότε τον άκουσε να λέει: «Μαμά; ... Σε αγαπάω.» 
Αποφάσισε πως μπορούσε να πάρει και το επόμενο λεωφορείο. Γονάτισε μπροστά στο παιδί της, τον κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε ευτυχισμένη, βλέποντας πόσο όμορφο πλάσμα ήταν. Του χάιδεψε τα μαλλιά, έπιασε το πρόσωπό του στα χέρια της και τον φίλησε κολλώντας τα χείλη της στα απαλά μάγουλά του. «Σε αγαπάω, μωρό μου! Τόσο πολύ!»
Το βήμα της ως την στάση ήταν αργό, σταθερό. Ένιωθε τη γη κάτω απ' τα πόδια της να της δίνει δύναμη. Αισθανόταν πως πατούσε γερά, πως μπορούσε να φτάσει μακριά. Μέσα στην πολυκοσμία του λεωφορείου, το οποίο ευχόταν να πήγαινε πιο γρήγορα, για να μην αργήσει στη δουλειά της, και ακούγοντας τη γκρίνια των ανθρώπων που διαμαρτύρονταν που τους πατούσαν, τους στίμωχναν, τους απέλυαν και τους φορολογούσαν ένιωθε λίγη από τη δύναμη να την εγκαταλείπει. 
Επέλεξε να κατέβει μια στάση νωρίτερα, να αναπνεύσει και να ξυπνήσει όλο της το σώμα με γρήγορο περπάτημα. Στάθηκε έξω απ' το κτίριο της δουλειάς της, πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε μέσα με δύναμη και αποφασιστικότητα. 
Το οκτάωρο κύλησε με πολλή δουλειά, την οποία όμως συχνά διέκοπταν αναστατωμένοι συνάδελφοι που έρχονταν στο γραφείο της και ψιθυριστά της μετέδιδαν την ανησυχία τους για τις φήμες που κυκλοφορούσαν: η διοίκηση σκέφτεται την οριζόντια μείωση μισθών, την απόλυση 3% των υπαλλήλων, τη μείωση παροχών, την υποχρεωτική μείωση ωραρίου. Όση ώρα τους άκουγε θυμόταν τα χρήματα που είχαν απομείνει στο πορτοφόλι της και πανικός της έσφιγγε το στήθος, όταν σκεφτόταν ότι στο μέλλον πιθανόν να μην έχει ούτε αυτά. Ο συνάδελφός της που καθόταν στο αντικρινό γραφείο παρατηρούσε το πρόσωπό της να μαραίνεται και τα μάτια της να υγραίνονται κάθε φορά που απομακρυνόταν κάποιος ψιθυριστής απ'το γραφείο της. Σηκώθηκε, της άφησε ένα χαρτί πάνω στο πληκτρολόγιό της. Το άνοιξε και διάβασε: «Ό,τι κι αν γίνει, θα το παλέψεις. Ό,τι κι αν γίνει, είσαι θαυμάσια. Χαμογέλα!» Μολις το διάβασε, χαμογέλασε σαστισμένη και σήκωσε το βλέμμα της να τον κοιτάξει. Της χαμογέλασε και της έκλεισε το μάτι. Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα. 
Αποφάσισε πως ήταν ώρα να κλείσει τα αυτιά της στους σκοτεινούς ψίθυρους.
Στη διαδρομή της επιστροφής στο σπίτι της στάθηκε στην πλευρά του λεωφορείου που φωτιζόταν απ' τον ήλιο. Λαχταρούσε να νιώσει τη θαλπωρή του. Με το σώμα της ζεστό απ' το φωτεινό χάδι, κατευθύνθηκε προς το σπίτι της με βήματα γοργά. Αντίστοιχα γρήγορες ήταν και οι σκέψεις της που προσπαθούσαν να οργανώσουν τις δουλειές που είχε να κάνει μέσα στις λίγες ώρες της ημέρας που απέμεναν. Μπήκε στο σπίτι της με σαρωτική ενέργεια και σύντομα οι σκέψεις της αυτές υλοποιήθηκαν, γεμίζοντάς την με ικανοποίηση. Κι αφού όλα είχαν ετοιμαστεί και ο γιός της είχε πια αποκοιμηθεί, θυμήθηκε πως η μητέρα της περίμενε τα αποτελέσματα κάποιων εξετάσεων που έκανε προσπαθώντας να βρει πού οφειλόταν ο πόνος στην κοιλιά της που την τυραννούσε μήνες τώρα. Την πήρε τηλέφωνο, ενώ παράλληλα έπλενε τα πιάτα του βραδινού. Τρια τέταρτα και ένα σπασμένο ποτήρι αργότερα, βρέθηκε καθισμένη στο πάτωμα να κλαίει, αρνούμενη να δεχτεί ότι ο καρκίνος που διαγνώστηκε στη μητέρα της, μόλις ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα της απ' την ίδια αρρώστια, θα μπορούσε να την αρπάξει μακριά της. Δεν κατάλαβε πόση ώρα είχε περάσει κλαίγοντας, μα το σώμα της πονούσε, αποζητώντας πια ξεκούραση. Έκανε να σηκωθέι, όμως άρχισε να κατακλύζεται από εικόνες νοσοκομείων, μορφασμών πόνου, δακρύων, ιατρικών λογαριασμών, μαύρων ρούχων. Και του γιού της να θρηνεί. Πνιγόταν. Είπε να βγει λίγο στο μπαλκόνι, να πάρει αέρα. Ήταν ψηλά. Ένιωθε εξαντλημένη. Κοίταξε κάτω. Σκέφτηκε ότι ήθελε να πέσει για ύπνο.
Κι επέλεξε να πέσει.
Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 27 Ιουλίου 2012 18:10

να ξερεις οτι ειμαι εξω στο κρυο και την βροχη  κουλουριασμενος.

Είναι και κάτι στιγμές που όλα σε κάνουν να θες αυτό που πρέπει να ξεχάσεις
Αν κάποια στιγμή σε κάνουν να νιώσεις ένα μηδενικό, μην λυπηθείς...
Χαμογέλα
Να θυμάσαι πως τα μηδενικά είναι αυτά που κάνουν τα εκατομμύρια.

Ει εσύ! Ναι σε σένα μιλάω! Είμαι ο μελλοντικός σου εαυτός και θέλω να σου πω κάτι σημαντικό γι'αυτό άκου καλά... Ξέρω πως νιώθεις αυτή τη στιγμή, εκεί ήμουν και εκεί θα είμαι. Μπορεί να νιώθεις χάλια, ότι δεν σε χωράει ο τόπος, ότι δεν έχεις ξανανιώσει τόσο χάλια ποτέ ξανά και ότι θα ήθελες όλο αυτό το μαρτύριο να τελειώσει τώρα και να είσαι και πάλι ένα χαρούμενο άτομο, αλλά σου έχω καλά νέα. Θα περάσει...ναι ξέρω, μπορεί να το διαβάζεις και να μην το πιστεύεις, αλλά είναι η αλήθεια. Τα μαύρα σύννεφα θα εξαφανιστούν από τον ουρανό σου και το ουράνιο τόξο θα φωτίσει τη ζωή σου ξανά. Όλα αυτά φαντάζουν τόσο ουτοπικά έτσι; Αυτή τη περίοδο που περνάς όμως, τη περάσαμε μαζί θυμάσαι; Θυμάσαι πόσες φορές δεν πίστευες σε μένα και με παράταγες; Πόσες φορές με πλήγωνες; Πόσες φορές με έκανες να κλάψω, τότε; Αλλά είμαι ακόμα εδώ, εγώ...ο εαυτός σου. Εγώ θα σου κρατάω το χέρι, εγώ θα σε σηκώνω, όταν πέφτεις και εγώ θα σου δίνω κουράγιο αυτά τα βράδια που δεν θέλεις να δεις άνθρωπο...δεν σε παράτησα βλέπεις; Είμαι ακόμα εδώ γιατί πίστεψες σε μένα...με άφησες να σε σηκώσω από τον πάτο που είχες πέσει και μαζί συνεχίσαμε το ταξίδι μας και τώρα μετά από καιρό, είσαι καλά και είμαι και γω καλά μαζί σου. Μπορεί τώρα που το διαβάζεις αυτό να μην με πιστεύεις ότι όλα θα πάνε καλά, αλλά θα πάνε και ότι σε πόνεσε τώρα θα το θυμάσαι και θα γελάς και θα το κρατήσεις στη καρδιά σου ως ένα ακόμα μάθημα ζωής. Απλά να θυμάσαι, πίστεψε σε μένα, πάλεψε μαζί μου και μην τα παρατάς. Πιάσε το χέρι μου και ας συνεχίσουμε μαζί αυτό το ταξίδι. Είμαι πολύ περήφανος για σένα. Ο εαυτός σου...
Όταν έχεις χαρακτήρα...κάνεις το σωστό..όχι γιατί πιστεύεις ότι θ'αλλάξεις τον κόσμο..αλλά γιατί αρνείσαι να επιτρέψεις στόν κόσμο να σε αλλάξει
Αυτή δεν ήταν, ανάμεσα σ' όλες, η πιο όμορφη
αλλά μου έδωσε τον πιο βαθύ και παράφορο έρωτα.
Άλλες με αγάπησαν περισσότερο· και, χωρίς αμφιβολία,
καμιά δεν αγάπησα όπως αυτήν.

Ίσως ήταν επειδή την αγάπησα από μακριά,
σαν ένα αστέρι απ' το παράθυρό μου...
Και το αστέρι που λάμπει πιο μακριά
μας φαίνεται πως έχει περισσότερες λάμψεις.

Είχα τον έρωτα της σαν ένα πράγμα αλλουνού
σαν μια παραλία κάθε φορά πιο μόνη,
που κρατούσε απ' το κύμα αποκλειστικά
ένα νότισμα του αλατιού πάνω στην άμμο.

Βρισκόταν στην αγκαλιά μου χωρίς να είναι δική μου,
σαν το νερό σε μια διψασμένη κανάτα,
σαν ένα άρωμα που 'φευγε με τον άνεμο
και που επέστρεφε με τον άνεμο πάλι.

Με διατρυπούσε η ανικανοποίητη δίψα της
σαν ένα αλέτρι στο λιβάδι,
ανοίγοντας στη φευγαλέα σχισμή της
την ευτυχισμένη ελπίδα της συγκομιδής.

Αυτή ήταν το προσιτό στο απρόσιτο,
αλλά γέμιζε όλο το κενό,
όπως ο άνεμος στα πανιά του καραβιού,
όπως το φως στο σπασμένο καθρέφτη.

Γι αυτό σκέφτομαι ακόμη εκείνη τη γυναίκα,
αυτή που μου έδωσε τον πιο βαθύ και παράφορο έρωτα...
Ποτέ δεν ήταν δική μου. Δεν ήταν η πιο όμορφη.
Άλλες με αγάπησαν περισσότερο... Και, χωρίς αμφιβολία,
καμιά δεν αγάπησα όπως εκείνη.


Jos&eacute-Angel Buesa



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου