20180923

ΛΙΓΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ


Δε σε αφορά το πώς την πάλεψα. Ρωτάς φίλους και γνωστούς κι έρχονται τα γαμημένα τα πουλάκια και μου τα λένε, γι’ αυτό στο λέω. Σταμάτα να ρωτάς.

Το πώς φρόντισα τις πληγές μου είναι δικός μου λογαριασμός. Μπορεί να έκανα αδιάφορο σεξ από δω κι από κει προσπαθώντας να γεμίσω ένα κενό, που εξαρχής ήξερα πως δεν πρόκειται να καλυφθεί έτσι. Μπορεί να προσπάθησα να σ’ εκδικηθώ ηλιθιωδώς ιδρώνοντας πάνω από άλλα κορμιά, μπορεί να κορόιδεψα τον εαυτό μου θεωρώντας πως όσοι περισσότεροι περάσουν από το κρεβάτι μου, τόσο πιο εύκολα θα σβήσουν τις δαχτυλιές σου από πάνω μου. Τα ένιωθα βρόμικα πια αυτά τα σημάδια, δεν τα ‘θελα πάνω μου κι όσο περισσότερο τα ‘τριβα προσπαθώντας να τα σβήσω, τόσο περισσότερο κολλούσαν αυτά στο δέρμα μου, γίνονταν ένα μ' αυτό, γίνονταν κομμάτι μου.

Μπορεί να πίστεψα ότι πίνοντας κάθε βράδυ θα σε πνίξω, μαζί με την επιθυμία μου να σε ξαναδω. Μπορεί να γελούσα κάθε βράδυ, να ήμουν η ψυχή της παρέας, να με φώναζαν όλοι στα τραπέζια τους και να ήμουν καλεσμένη σε όλα τα πάρτι γιατί χόρευα και διασκέδαζα κι έκανα χαβαλέ με όλο τον κόσμο. Μπορεί να ξεχνιόμουν με τις μαλακίες που έλεγε η παρέα, αλλά σε κάθε εξυπνάδα που λέγαμε το υποσυνείδητό μου φώναζε κατευθείαν το όνομά σου, μαζί με τη φράση «να θυμηθώ να του το πω αυτό όταν γυρίσω σπίτι». Και μετά το συνειδητό μου, μου θύμιζε ότι στο σπίτι έχω μόνο ένα κάρο ρούχα σου στην καρέκλα που δεν ακουμπάω πια, αλλά για κάποιον άρρωστο λόγο τα κρατάω εκεί, χωρίς να τα μετακινώ, αλλά ούτε και να τα αγγίζω.

Μπορεί να μην ήξερε κανείς ότι με πείραξε που έφυγες. Μπορεί να θεώρησαν όλοι ότι ο γκόμενος που τους πήγα την επόμενη μέρα ήταν ο έρωτας της ζωής μου, γιατί δεν ξεκόλλησα από πάνω του όλο το βράδυ. Όπως και ο επόμενος, όπως και ο γκόμενος μετά από αυτόν.

Κι όπως άλλαζαν τα ονόματα που γνώριζαν οι φίλοι μου, έτσι σταμάτησαν κι εκείνοι να κοιτάζουν με ενδιαφέρον τον κάθε καινούργιο που ερχόταν. Ούτε τα ονόματα δε συγκρατούσαν καμιά φορά. Με κοίταζαν μόνο διερευνητικά κι εγώ απέφευγα το βλέμμα, τάχα ότι ζω τη ζωή μου γιατί σ’ αυτήν την ηλικία δεν υπάρχει λόγος να δεσμευόμαστε, έτσι δεν είναι; Ποιος αγαπά στα εικοσικάτι του, ποιος είναι τόσο χαζός που αρνείται τις εμπειρίες εδώ κι εκεί για να μείνει σε κάτι σταθερό; Κι αν δεν τα ζήσω τώρα, πότε θα τα ζήσω, τους έλεγα κι εκείνοι από ένα σημείο και μετά σταμάτησαν να κάνουν αντίλογο.

Μπορεί να σταμάτησα να ακούω μουσική, γιατί κάθε φορά που άκουγα δεν ήμουν η ψυχή της παρέας κι εγώ είμαι πάντα χαμογελαστή. Μπορεί να έκανα 8 μήνες να ακούσω τραγούδι και άλλους 8 για να ακούσω το δικό σου τραγούδι. Και μπορεί στην τελική 16 μήνες να μην έκαναν διαφορά γιατί το κωλοτράγουδό σου με γάμησε και δε βγήκα από το σπίτι ολόκληρη βδομάδα. Μπορεί να απαγόρευσα στους δικούς μου να ρωτάνε τι κάνεις, μπορεί να τους είπα ότι ερωτεύτηκα για να σταματήσουν να στενοχωριούνται που όποτε λένε το όνομά σου κοιτάζω αλλού και οι συλλαβές κολλάνε στο λαρύγγι μου, αρνούμενες να βγουν παραέξω.

Μπορεί να τα έκανα όλα αυτά, αλλά μπορεί και όχι. Μπορεί να μου ήσουν και παντελώς αδιάφορος και να μη σε ξανασκέφτηκα ποτέ από τότε. Αλλά το πώς την πάλεψα, το πώς στέκομαι ακόμα και το πώς γελάω πια, είναι θέμα δικό μου και δεν έχεις κανένα δικαίωμα να ρωτάς. Κι αν όλοι λένε πως οι άνθρωποι μας οδηγούν εκεί που είμαστε, εγώ θα διαφωνήσω. Μόνοι ορίζουμε τη διαδρομή μας κι εγώ τα κατάφερα και χωρίς εσένα.
Έλενα. 
#pillowfights




 λίγοι αλλά  αυτοί που θα το διαβάσουν ίσως ταυτιστούν........💬💨 

Σε κρατούσα ξάγρυπνο βράδια ολόκληρα, φορτώνοντάς σε με έγνοιες και άγχη ατελείωτα, ενώ εσύ μου χάριζες πάντα το πολυτιμότερο κομμάτι σου.

Τοποθετούσα όλους τους άλλους σε ένα βάθρο – να μη χαλαστούν, να μην παρεξηγηθούν, να μην πληγωθούν -, μα εσύ καρτερούσες υπομονετικά τη στιγμή που θα γινόσουν προτεραιότητα – μια στιγμή που έπαιρνε διαρκώς παράταση.

Ανέμενα διαρκώς το κάτι παραπάνω, ενώ εσύ μουρμούριζες πώς είχες ήδη ξεπεράσει τα όριά σου.

Με εξαιρετική μαεστρία, εστίαζα μονίμως στα ελαττώματά σου, μα εσύ δεν σταματούσες να μου υπενθυμίζεις τις ομορφότερες πτυχές σου.

Λησμονούσα να σε φροντίσω, να σε προσέξω, ενώ εσύ με προειδοποιούσες με κάθε μέσο που διέθετες ότι οι αντοχές σου εξαντλούνταν.

Σου πρόσφερα ένα μηδαμινό, αδιάφορο «μπράβο» για τις επιτυχίες σου, σε έστηνα στον τοίχο για κάθε σου λάθος, μα εσύ συνέχιζες να προσπαθείς, αν κι δεν έβλεπες τους κόπους σου να επαινούνται.

Περίμενα από  τους άλλους να επιβεβαιώσουν την αξία σου, ενώ εσύ μου αποδείκνυες με κάθε ευκαιρία πώς και μόνο η ύπαρξή σου αποτελεί ένα θαύμα.

Στρίμωχνα καθημερινά μέσα στα σπλάχνα σου αγωνίες, υπεραναλύσεις, σενάρια φαντασίας, ενώ εσύ μου ψιθύριζες πώς έχεις ανάγκη από ηρεμία, ψυχραιμία και υπομονή για να προσαρμοστείς στις αλλαγές – ευχάριστες και μη.

Παρέβλεπα επιδεικτικά τη φωνή σου, ενώ εσύ με πάλευες με νύχια και με δόντια να προφυλάξεις την ψυχή μου από σημάδια και εκδορές.

Συγχωρούσα τα χειρότερα στους ξένους, και για σένα – τον πιο δικό μου- δεν μου περίσσευε ούτε μισό συγχωροχάρτι, αλλά εσύ ξεπερνούσες την ασπλαχνία μου με λίγα μονάχα δάκρυα.

Σε υποτιμούσα, δεν σου έδειχνα εμπιστοσύνη, μα εσύ με αντάμειβες με κάθε τρόπο.

Δεν έμπαινα  ποτέ στον κόπο να σε μάθω, ενώ στα άδυτα μονοπάτια σου έκρυβες θησαυρούς.

Σε κρατούσα δέσμιο δίπλα σε ανθρώπους τοξικούς που σου πρόσφεραν μονάχα  ανεπούλωτα τραύματα, αλλά εσύ – μέσα από τις στάχτες σου – ξαναγεννιόσουν.

Απαιτούσα από σένα αρτιότητα, ενώ εσύ μου έλεγες ότι δεν δημιουργήθηκες για να είσαι τέλειος.

Μα απ’ όλον τούτο τον «κατάλογο σφαλμάτων» μου, ξέρεις ποιο είναι το τραγικότερο;

Ξεχνούσα να σ’ αγαπήσω. Κι ας ήσουν εσύ που με σήκωνες όταν έπεφτα · κι ας  ήσουν εσύ που μου σκούπιζες τα δάκρυα στοργικά, τις νύχτες που απομέναμε οι δυο μας · κι ας ήξερα ότι ο μόνος που δεν θα μ’ αφήσει λεπτό είσαι εσύ.

Μα – έστω κι αργά – ξέρεις τι κατάλαβα; Πώς αν δεν είμαι καλά με σένα, δεν θα είμαι καλά με κανέναν.

Και πώς αν δεν σε αγαπήσω πρώτα εγώ, δεν πρόκειται κανείς να σου προσφέρει την πολυπόθητη αγάπη.

Δεν θα σου ζητήσω άφεση αμαρτιών. Θα σου υποσχεθώ μονάχα ότι θα προσπαθήσω μέρα με τη μέρα  να σε γνωρίσω καλύτερα. Κι έπειτα να σε αγαπήσω γι’ αυτό που είσαι · να επαινέσω τα προτερήματά σου · να βελτιώσω, μα και να αποδεκτώ τα μειονεκτήματά σου · να αγκαλιάσω τα ματωμένα σου γόνατα · να παλέψω για τα όνειρα και τα πιστεύω σου · να λατρέψω τη μοναδικότητά σου.

Θα προσπαθήσω να σου δωρίσω ό, τι αξίζεις. Και αξίζεις πολλά.

Σε ευχαριστώ για όλα.

Υ.Γ.: Και τέρμα τα δάκρυα, εαυτέ μου. Να χαμογελάς. Σου πάει.!!

Μόλις βγήκε στο κατάστρωμα,ένα ψυχρό αεράκι χτύπησε το κορμί του, φόρεσε το παλτό του και ακούμπησε τα χέρια του πάνω στο κάγκελο της κουπαστής.
Η θάλασσα είχε αγριέψει, άναψε ένα τσιγάρο, ήθελε να το κάνει μόνος του.
Μπορεί να ήταν κομμάτια από το ξενύχτι για να καλύψει μία βάρδια,  όμως δεν ήθελε να πάει ακόμα να ξαπλώσει. 
Κοίταξε τη θάλασσα,  μερικοί ήταν ρομαντικοί, έτσι κι αυτός.
Όταν την έβλεπε αγριεμένη του θύμιζε εκείνη, όταν τον ήθελε άγρια, όταν τον αγκάλιαζε σφιχτά και δεν ήθελε να τον αφήσει. 
Ακόμα και τώρα μερικές φορές όταν παίρνει κάποιο γράμμα της ,την αισθάνεται μόνη, παραδομένη σε αυτόν. 
Όμως και αυτός ήταν τρελός μαζί της, ανυπομονούσε να πάει κοντά της, τη λάτρευε.
Η απόσταση δεν είχε καταφέρει να τους χωρίσει, όσο κι αν ταξίδευε αισθανόταν πως την είχε μέσα του. 
Την κουβάλαγε μέσα στο μυαλό του.
Κάποιοι άνθρωποι όταν ερωτεύονται στοιχειώνουν ο ένας τον άλλον. 
Ίσως είναι υπερβολικό αυτό που σκέφτηκε, όμως δε μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτήν. 
Δεν τον ένοιαζε αν ένιωθε το ίδιο, του αρκούσαν οι στιγμές που πέρναγε μαζί της.
Τράβηξε μία τζούρα ακόμα, αύριο θα έπιαναν λιμάνι.
Θα έτρεχε κοντά της, είχε λαχταρήσει να την αγκαλιάσει,  να τη φιλήσει. Να αφεθεί στο έλεος των ματιών της.
Εκείνη.....Θα τον σκότωνε αύριο με τον έρωτα της....Όμως δεν τον ένοιαζε....
Άνοιξε την πόρτα και προχώρησε προς την καμπίνα του.
Η θάλασσα συνέχισε αγριεμένη να αγκαλιάζει το καράβι κι αυτός κουρασμένος ξάπλωσε και ονειρεύτηκε....
Σ.Βε'ι'ς
Καληνύχτα...τα βράδια ήθελε να την αγκαλιάσει...να νιώσει την ανάσα της...πάνω στο στήθος του... όμορφο ξημέρωμα...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου